Dictionary of Greek. 2013.
επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» … Dictionary of Greek